- ἐκπλήρωσις
- ἐκ-πλήρωσις, ἡ, die Ausfüllung; Sättigung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἐκπλήρωσις — filling up fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπληρώσει — ἐκπλήρωσις filling up fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐκπληρώσεϊ , ἐκπλήρωσις filling up fem dat sg (epic) ἐκπλήρωσις filling up fem dat sg (attic ionic) ἐκπληρόω fill up aor subj act 3rd sg (epic) ἐκπληρόω fill up fut ind mid 2nd sg ἐκπληρόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπληρώσεις — ἐκπλήρωσις filling up fem nom/voc pl (attic epic) ἐκπλήρωσις filling up fem nom/acc pl (attic) ἐκπληρόω fill up aor subj act 2nd sg (epic) ἐκπληρόω fill up fut ind act 2nd sg ἐκπληρόω fill up aor subj act 2nd sg (epic) ἐκπληρόω fill up fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπλήρωσιν — ἐκπλήρωσις filling up fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκπλήρωση — η (AM ἐκπλήρωσις) νεοελλ. πραγματοποίηση, εκτέλεση κάποιας εργασίας ώς το τέλος αρχ. μσν. συμπλήρωση μσν. φρ. «ἐκπλήρωσις πόνου» καταπράυνση αρχ. 1. το να γεμίσει κάτι τελείως 2. ικανοποίηση 3. συμπλήρωση αστρονομικού κοσμικού κύκλου … Dictionary of Greek
πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… … Dictionary of Greek
ἐκπληρώσεως — ἐκπληρώσεω̆ς , ἐκπλήρωσις filling up fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπληρώσῃ — ἐκπληρώσηι , ἐκπλήρωσις filling up fem dat sg (epic) ἐκπληρόω fill up aor subj mid 2nd sg ἐκπληρόω fill up aor subj act 3rd sg ἐκπληρόω fill up fut ind mid 2nd sg ἐκπληρόω fill up aor subj mid 2nd sg ἐκπληρόω fill up aor subj act 3rd sg ἐκπληρόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)